- νοικοκυρά
- домаќинка
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
νοικοκυρά — η 1. η οικοδέσποινα, η οικοκυρά. 2. ιδιοκτήτρια κατοικίας, εκμισθώτρια, αλλ. σπιτονοικοκυρά: Η νοικοκυρά μού ζητάει το νοίκι κάθε πρώτη του μηνός. 3. γυναίκα που φροντίζει με τάξη το σπίτι της: Η γυναίκα μου είναι καλή νοικοκυρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νοικοκυρά — και νοικοκερά, η βλ. νοικοκύρης … Dictionary of Greek
νοικοκυρίστικος — η, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νοκοκύρη, στη νοικοκυρά ή στο νοικοκυριό 2. αυτός που γίνεται με τρόπο που ταιριάζει σε νοικοκύρη ή σε νοικοκυρά, δηλαδή με τάξη, επιμέλεια, σοβαρότητα και σύνεση («νοικοκυρίστικες κουβέντες»). επίρρ...… … Dictionary of Greek
νοικοκυροπούλα — η αυτή που προέρχεται από νοικοκυρόσπιτο, νοικοκυρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοικοκυρά + υποκορ. κατάλ. πούλα] … Dictionary of Greek
οικοκυρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νοικοκύρη ή στη νοικοκυρά, ιδίως ο σχετικός με τις ασχολίες τής νοικοκυράς («οικοκυρική σχολή») 2. το θηλ. ως ουσ. η οικοκυρική οι γνώσεις που πρέπει να έχει η νοικοκυρά για τη διεύθυνση και τη… … Dictionary of Greek
Σταχτοπούτα — Ηρωίδα λαϊκού παραμυθιού, προγονή κακιάς μητριάς η οποία τη βασάνιζε με βαριές οικιακές εργασίες. Η Σ., κατά το παραμύθι, συνήθιζε να κάθεται κοντά στο τζάκι, λερωμένη με στάχτες, γεγονός από το οποίο πήρε και το όνομά της. Ο βασιλιάς της χώρας… … Dictionary of Greek
βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») … Dictionary of Greek
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek
κακοδιαρμίστρα — η κακή νοικοκυρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + διαρμίζω «ξεκαθαρίζω»] … Dictionary of Greek
καλοκοδέσποινα — και καλοοικοδέσποινα, ἡ (Μ) καλή οικοδέσποινα, καλή νοικοκυρά … Dictionary of Greek
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek